- μοναυλικός
- μον-αυλικός, ή, όν,A solitary, prob. in Arist.EE1242a25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναυλικός — μοναυλικός, ή, όν (Α) [μοναύλιος] μόνος, μονάχος, μοναχικός … Dictionary of Greek